δοχμόλοφος

δοχμόλοφος
δοχμό-λοφος, ον,
A with slanting, nodding plume, A.Th.114 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δοχμόλοφος — δοχμόλοφος, ον (Α) αυτός που έχει τον λόφο τής περικεφαλαίας γερμένο προς τη μία πλευρά …   Dictionary of Greek

  • δοχμολόφων — δοχμόλοφος with slanting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμόλοφοι — δοχμόλοφος with slanting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοχμός — δοχμός, όν και ός, ή, όν (Α) ο δόχμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος επικός ιωνικός τύπος που αντιστοιχεί προς τον αρχ. ινδ. jihma «επικλινής, λοξός», παρ όλο που υπάρχουν φωνολογικές δυσκολίες για τις οποίες έχουν διατυπωθεί δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”